- πεφυσιωμένος
- η , ο[ν] высокомерный, надменный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεφυσιωμένος — η, ον, Α βλ. φυσιοῡμαι … Dictionary of Greek
πεφυσιωμένος — πεφῡσιωμένος , φυσιόω dispose one naturally perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιώ — (I) άω, Α [φῡσα] 1. αναπνέω έντονα και με δυσκολία, ασθμαίνω 2. συρίζω («φυσιόωσα ἔχις», Οππ.) 3. μτφ. αλαζονεύομαι, επαίρομαι. (II) όω, Α [φύσις] κάνω κάποιον να αντιμετωπίζει κάτι με φυσικό τρόπο («διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς… … Dictionary of Greek